Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις

См. также в других словарях:

  • τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»