-
1 τελείωσις
A development, completion, of physical growth,λαμβάνει τελέωσιν τὰ ᾠά Arist.HA 543a19
, cf. 561a5, Hp.Septim.1, Sor. 1.18, al., Gal.15.26;τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν Arist.HA 583b24
, etc.; ἡ τῶν καρπῶν τ. Thphr.HP3.4.3; ἕως τελειώσεως to saturation-point, Epicur.Ep.2p.38U.; of a building, Arist.Ph. 246a26; of a statue, Stoic.3.48; in moral sense,αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις Arist.Ph. 247a2
, cf. 246a13, Metaph. 1021b20;εἰς τὴν τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως Id.EN 1153a12
.b execution of a legal instrument by completing it, BGU 1168.3 (i B.C.), PFlor.56.7, al. (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελείωσις
См. также в других словарях:
τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… … Dictionary of Greek